Ο Θανάσης -Κίνλεϊ-Σούλης, σαν σήμερα το 1953 στη Ζάκυνθο, βίωσε τους ισχυρούς σεισμούς: «Είχα δεχθεί μια μεγάλη πέτρα στο γόνατο. Δεν ήξερα αν είναι ζωντανός ή πεθαμένος».

Οι καταστροφικότεροι σεισμοί στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, έπληξαν σαν σήμερα το 1953 τα νησιά του Ιουνίου. Το μέγεθος ήταν 7,2 ρίχτερ με αποτέλεσμα 871 άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους, 1.690 να τραυματιστούν και 145.052 να μείνουν άστεγοι. Ζάκυνθος, Ιθάκη και Κεφαλλονιά υφίστανται ολοκληρωτική καταστροφή ενώ στα χαλάσματα από τα ερείπια της Ζακύνθου εγκλωβίστηκε η παλιά δόξα του Ολυμπιακού, ο διεθνής αμυντικός Θανάσης (Σούλης) Κίνλεϊ.

Το Κίνλεϊ έγινε στην Ελλάδα… Σούλης

Με καταγωγή από την Αγγλία, ο Θανάσης Κίνλεϊ ρίζωσε στην Ελλάδα όταν μετοίκησαν πρόγονοί του εδώ. Αυτοί του κόλλησαν το «μικρόβιο» του ποδοσφαίρου και έπαιξε μπάλα, μεταξύ άλλων, στον Ολυμπιακό ως Θανάσης Σούλης, καθώς άλλαξε το όνομά του και έκανε επώνυμο το… υποκοριστικό του μικρού του ονόματος.

Ο Θανάσης Σούλης λοιπόν βρισκόταν στη Ζάκυνθο και έκανε διακοπές όταν έγιναν οι μεγάλοι σεισμοί. Αρχικά δεν έδωσε σημασία, αλλά στη συνέχεια ένιωσε το μένος της φύσης για τα καλά στο πετσί του, με αποτέλεσμα να είναι στους… αγνοούμενους.

«Άρχισαν να καταρρέουν τα πάντα»

Είχε μιλήσει ο ίδιος για την περιπέτεια αυτή στην «Αθλητική Ηχώ», τέσσερις μέρες μετά την «περιπέτειά» του…
«… ο θόρυβος ήταν τρομακτικός. Λες και μια αόρατη υποχθόνια δύναμη είχε θέσει σε ενέργεια χιλιάδες αμέτρητες κινητήρων αεροπλάνου. Αστραπιαία άρχισαν να καταρρέουν τα πάντα. Το ποδήλατό μου σκεπάστηκε, ενώ εγώ είχα δεχθεί μια μεγάλη πέτρα στο γόνατο. Έτρεξα αμέσως στην αποθήκη για να βγάλω τη μητέρα του κ.Σαμιώτη. Νέα δόνηση. Δεν ήξερα πια εάν ήμουν ζωντανός ή πεθαμένος. Βγήκα με κόπο μαζί με τη γριά Αγγέλικα. Αισθανόμουν σαν χαμένος. Οι τοίχοι των σπιτιών έπεφταν με πάταγο, ενώ πελώριοι καπνοί ταξίδευαν προς τα ύψη κι έκρυβαν τον ήλιο. Ήταν ένα φρικιαστικό θέαμα. Είχες την εντύπωση πως από στιγμή σε στιγμή θα δεχόσουν, άγνωστο από πού, το μοιραίο χτύπημα».

«Ότι είχε μείνει όρθιο άρχισε να γκρεμίζεται»

Ο Θανάσης Σούλης εξιστορεί στη συνέχεια: «Σιγά – σιγά η βοή έχανε την έντασή της. Ο κόσμος αναθάρρησε και έτρεξε στα ερείπια για να γλυτώσει κάτι πολύτιμο ή κάποιο δικό του άνθρωπο που διέτρεχε άμεσο κίνδυνο.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή σημειώθηκε νέα δόνηση. Το ίδιο ισχυρή με την προηγούμενη. Ότι είχε μείνει όρθιο άρχισε τότε να γκρεμίζεται. Πέτρες και χώματα έπεφταν με μανία στους ανθρώπους και τους έθαβαν ζωντανούς.

Εγώ που εν τω μεταξύ είχα πάει προς την παραλία, έκανα τον Σταυρό μου και έφερα στο μυαλό μου για πρώτη ίσως φορά τον Θεό και τους Αγίους. Εβλεπα την καταστροφή και ανατρίχιαζα σύγκορμος. Ούτε στον κινηματογράφο δεν είδα τέτοιες εικόνες…

Ότι και να πω, όπως και να τα παραστήσω, δεν μπορώ να πλησιάσω την πραγματικότητα. Στ΄ αυτιά μου έρχονταν διαρκώς φωνές απογνώσεως; “Βοήθεια! Χανόμαστε!.

«Η γη άνοιγε έτοιμη να καταπιεί ανθρώπους και σπίτια»

Ανέφερε στη συνέχεια: «Άνθρωποι κουρελιασμένοι, ματωμένοι, αγνώριστοι από τα χώματα και τους καπνούς, έτρεχαν στους δρόμους σαν τρελοί. Η γη άνοιγε έτοιμη να καταπιεί ανθρώπους και σπίτια.

Μικρά παιδάκια τραβούσαν τις μητέρες τους από τα φουστάνια, παλληκάρια σήκωναν τους γέρους στα χέρια και κορίτσια κοιτούσαν παρακλητικά προς τον ουρανό. Η πανωραία Ζάκυνθος ανήκε πια στο παρελθόν. Τίποτε δεν θύμιζε το γραφικό νησί με τις χίλιες ομορφιές του».

πηγή: .gazzetta.gr/plus

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.